περιεκτικος

περιεκτικος
    περιεκτικός
    περι-εκτικός
    3
    1) содержащий в себе, охватывающий
    

π. πάντων Plut. — всеобъемлющий

    2) скупой
    

(ὅ μέν τις ἐκχύτης, ὅ δὲ π. Luc.)

    3) грам. собирательный
    

περιεκτικὸν ὄνομα — существительное, обозначающее помещение для какой-л. группы (напр. κουρεῖον)

    4) грам. медиальный, средний
    

(ῥῆμα)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "περιεκτικος" в других словарях:

  • περιεκτικός — containing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικός — ή, ό / περιεκτικός, ή, όν, ΝΜΑ [περιέχω] 1. αυτός που περιέχει πολλά, αυτός που περιλαμβάνει πολλά (α. «βιβλίο περιεκτικό πολλών διδαγμάτων» β. «θυλάκια περιεκτικὰ σπερματίων») 2. φρ. «περιεκτικά ονόματα» παράγωγα ουσιαστικά που σημαίνουν τον… …   Dictionary of Greek

  • περιεκτικός — ή, ό αυτός που περιέχει πολλά, ο πλούσιος σε περιεχόμενο: Περιεκτικός λόγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιεκτικά — περιεκτικός containing neut nom/voc/acc pl περιεκτικά̱ , περιεκτικός containing fem nom/voc/acc dual περιεκτικά̱ , περιεκτικός containing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικώτερον — περιεκτικός containing adverbial comp περιεκτικός containing masc acc comp sg περιεκτικός containing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικωτέραις — περιεκτικός containing fem dat comp pl περιεκτικωτέρᾱͅς , περιεκτικός containing fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικωτέρων — περιεκτικός containing fem gen comp pl περιεκτικός containing masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικῶν — περιεκτικός containing fem gen pl περιεκτικός containing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικόν — περιεκτικός containing masc acc sg περιεκτικός containing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικώτατον — περιεκτικός containing masc acc superl sg περιεκτικός containing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιεκτικαῖς — περιεκτικός containing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»